- λεβητάριον
- λεβητ-άριον, τό, Dim. of foreg., Poll.10.66, 95, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεβητάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεβηταρίου — λεβητάριον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεβητάρια — λεβητάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέβητας — ο (AM λέβης, ητος) μεγάλη μετάλλινη χύτρα για βράσιμο νερού ή για μαγείρεμα φαγητού, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους δινόταν και ως τιμητικό δώρο ή ως έπαθλο σε αγώνα, καζάνι, λεβέτι (α. «ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ», Ομ. Ιλ.… … Dictionary of Greek
λεβητάριο(ν) — το (AM λεβητάριον) [λέβης] εκκλ. μετάλλινο εκκλησιαστικό σκεύος με σχήμα μικρού αγγείου, που χρησιμεύει για θέρμανση νερού και έκχυση του στο ιερό ποτήριο λίγο πριν από τη θεία κοινωνία, αλλ. ζέον αρχ. υποκορ. τού λέβης, καζανάκι, μικρό δοχείο … Dictionary of Greek